- Verhältnis
- Verhältnis[fɛɐˈhɛltnɪs]<-ses, -se> nt1. (Relation) σχέση f, αναλογία f,• das entspricht einem von 3 zu 1 αυτό αντιστοιχεί σε μια αναλογία 3 προς 1,• der Aufwand steht in keinem zum Erfolg η ωφέλεια δεν είναι ανάλογη των κόπων,• im zu seinem Alter σε σχέση με την ηλικία του2. (persönliche Beziehung) σχέση f,• er hat kein zur Malerei δεν έχει καμία σχέση με τη ζωγραφική3. (Liebesbeziehung) (ερωτική) σχέση f4. nur pl (Bedingungen) συνθήκες f pl, κατάσταση f,• so wie die se liegen όπως δείχνουν οι καταστάσεις,• sie lebt über ihre se ζει πάνω από τις οικονομικές της δυνατότητες,• klare se schaffen ξεκαθαρίζω την κατάσταση,• ein Opfer der politischen se ένα θύμα των πολιτικών καταστάσεων
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.